Θρᾳκικῆς

Θρᾳκικῆς
Θρᾳκικός
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • άινος — I Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Αρχαία πόλη της Θράκης (την αναφέρει ο Όμηρος) στις εκβολές του Έβρου, στην τουρκική σήμερα όχθη του. Φαίνεται πως πριν ακόμα από τη μυκηναϊκή εποχή είχε αποικιστεί από Αιολείς της κυρίως Ελλάδας και των νησιών. Τα… …   Dictionary of Greek

  • αίνος — I Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Αρχαία πόλη της Θράκης (την αναφέρει ο Όμηρος) στις εκβολές του Έβρου, στην τουρκική σήμερα όχθη του. Φαίνεται πως πριν ακόμα από τη μυκηναϊκή εποχή είχε αποικιστεί από Αιολείς της κυρίως Ελλάδας και των νησιών. Τα… …   Dictionary of Greek

  • αινός — I Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Αρχαία πόλη της Θράκης (την αναφέρει ο Όμηρος) στις εκβολές του Έβρου, στην τουρκική σήμερα όχθη του. Φαίνεται πως πριν ακόμα από τη μυκηναϊκή εποχή είχε αποικιστεί από Αιολείς της κυρίως Ελλάδας και των νησιών. Τα… …   Dictionary of Greek

  • Θράκη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Αναφέρεται ότι ήταν κόρη του Ωκεανού και της Παρθενόπης, αδελφή της Ευρώπης. Η Θ. ονομαζόταν Τιτανίς από τον Στέφανο τον Βυζάντιο, ο οποίος απέδιδε την καταγωγή της στον Ωκεανό. Σύμφωνα με τη μυθολογία, απέκτησε τον Βίθυ από …   Dictionary of Greek

  • Самофракийский Холокост — (греч. Το ολοκαύτωμα της Σαμοθράκης, сентябрь 1821 г.), истребление силами Османской империи населения греческого острова Самотраки, событие Освободительной войны Греции 1821 1829 гг. Содержание …   Википедия

  • Αβδηρίτης — Σατιρικό και λογοτεχνικό περιοδικό, που κυκλοφόρησε στην Αθήνα (1857 59). Διευθυντής του περιοδικού ήταν o Δ. Βρατσάνος. Σε αυτό δημοσιεύτηκαν ποιήματα και έργα των Παράσχου, Ζαλοκώστα, Βηλαρά κ.ά. Δημοσιεύτηκε επίσης το μόνο πεζογραφικό έργο του …   Dictionary of Greek

  • Σαβάζιος — Θρακοφρυγική θεότητα που λατρευόταν στον ελληνικό κόσμο από τον 5o αι. π.Χ. Για τον εξωτικό και οργιαστικό χαρακτήρα της και για τη δημοτικότητα της μεταξύ των κατώτερων τάξεων, η λατρεία του Σ. κατακρίθηκε και χλευάστηκε από τους καλλιεργημένους …   Dictionary of Greek

  • Σεμέλη — I Αρχαία ελληνική θεότητα, χθόνιας φύσης. Θρακικής πιθανόν καταγωγής, στην Ελλάδα συσχετίστηκε με τη λατρεία του Διονύσου και κατά τη θηβαϊκή παράδοση θεωρήθηκε κόρη του ιδρυτή των Θηβών Κάδμου και της Αρμονίας. Ήταν ερωμένη του Δία και απ’ αυτόν …   Dictionary of Greek

  • Χερσονησίτης — και Χερρονησίτης, ὁ, Α 1. ο κάτοικος τής Θρακικής Χερσονήσου 2. ως επίθ. αυτός που προέρχεται από τη Θρακική Χερσόνησο («τυροῡ Χερρονησίτου», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χερσόνησος / χερρόνησος + κατάλ. ίτης* (πρβλ. πολ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • άσαρον — ἄσαρον, το (Α) (είδος φυτού) «νάρδος η αγρία» (Σούδα). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. είναι πιθ. δάνειο από τη Σημιτική. Κατ άλλους είναι θρακικής προελεύσεως δάνειο από ΙΕ. ρίζα *ak «αιχμηρός, οξύς, μυτερός», η οποία δικαιολογείται ή από το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”